- έμφροντις
- (-ιδος), ις, ι полный забот, хлопот; беспокойный;
είναι έμφροντις — у него хлопот полон рот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
είναι έμφροντις — у него хлопот полон рот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔμφροντις — anxious fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμφροντις — ι (AM ἔμφροντις, ι) αυτός που κατέχεται από φροντίδες, ο ανήσυχος από τις φροντίδες, περίφροντις … Dictionary of Greek
ἐμφρόντιδας — ἔμφροντις anxious fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφρόντιδος — ἔμφροντις anxious fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμφροντιν — ἔμφροντις anxious fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφρόντιστος — ἐμφρόντιστος, ον (AM) έμφροντις, περίφροντις, αυτός που έχει πολλές φροντίδες … Dictionary of Greek